- γνώριμος
- -η, -ο (AM γνώριμος, -ον)1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσειςνεοελλ.χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματααρχ.Ι. 1. μαθητής, οπαδός2. συγγενής3. διακεκριμένος, διάσημος4. πληθ. οἱ γνώριμοιοι επισημότεροι, η άρχουσα τάξηII. επίρρ. γνωρίμως1. ευνόητα2. με σαφήνεια3. φιλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνώριμος < ουσ. *γνώρον < (θ.) γνω- (γιγνώσκω*) + επίθημα -ρ-. Είναι μορφολογικά αντίστοιχο με το λατ. ρ. ignōrō «αγνοώ», του οποίου το -ō αποτελεί πιθ. νεώτερο σχηματισμό (πρβλ. gnārus «γνωστός»)].
Dictionary of Greek. 2013.